- μυρμηκάνθρωποι
- μυρμηκάνθρωποι, οἱ (Α)1. άνθρωποι οι οποίοι προέρχονται από μυρμήγκια ή άνθρωποι που μοιάζουν με μυρμήγκια2. ως κύριο όν. Μυρμηγκάνθρωποιτίτλος κωμωδίας τού Φερεκράτους.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι» + ἄνθρωπος].
Dictionary of Greek. 2013.